αξεπέραστος

αξεπέραστος
-η, -ο
1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν μπορεί κάποιος να τον ξεπεράσει, ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος
2. (για δύσκολες καταστάσεις) αυτή που δεν μπορεί κάποιος να ξεπεράσει, να υπερπηδήσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αξεπέραστος — η, ο επίρρ. α ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος: Ο Όμηρος ως επικός ποιητής είναι και σήμερα αξεπέραστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαπήδητος — η, ο [διαπηδώ] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν υπερπηδήσει, να τόν ξεπεράσει, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος …   Dictionary of Greek

  • αδιασκέλιστος — η, ο [διασκελίζω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν διασκελίσει, να τόν υπερπηδήσει, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος …   Dictionary of Greek

  • ανυπέρβλητος — η, ο (Α ἀνυπέρβλητος, ον) 1. αξεπέραστος 2 απαράμιλλος, ακατανίκητος …   Dictionary of Greek

  • απέραστος — η, ο (AM ἀπέραστος, ον) [περώ] αξεπέραστος, ανυπέρβλητος μσν. νεοελλ. εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή») 2. (για υφάσματα) εκείνος… …   Dictionary of Greek

  • απροσπέραστος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορούν να προσπεράσουν, ο αξεπέραστος, ο ανυπέρβλητος …   Dictionary of Greek

  • επωπεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Αλωέα και εγγονός του Ήλιου ή γιος του Ποσειδώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, στην πόλη της Σικυώνας –κοντά στην Ιερή Πύλη– υπήρχε ναός της Αθηνάς, αξεπέραστος στο μέγεθος και στον διάκοσμο. Σε μικρή απόσταση από… …   Dictionary of Greek

  • Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”